συνδεόμενος

συνδεόμενος
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc nom sg
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mid masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • κραίρα — κραῑρα, ἡ (Α) (κατὰ τὸν Ησύχ.) 1. κορυφή, κεφαλή 2. ακροστόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ κραιρα, ὀρθό κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < *κρᾱ ρή, *κρᾱσ ρ +… …   Dictionary of Greek

  • νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… …   Dictionary of Greek

  • συναφής — ές, ΝΜΑ αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι νεοελλ. 1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Εμς — (Ems). Τοπωνύμια της Γερμανίας. 1. Πόλη (10.300 κάτ. το 2003) της κεντροδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο Ρηνανία Παλατινάτο. Βρίσκεται Α του Κόμπλεντς. Ονομάζεται και Μπαντ Εμς (Bad Ems). Η πόλη είναι κέντρο ιαματικών λουτρών. Η ιστορία του Ε.… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • Σαντοβεάνου, Μιχαήλ — (Sadoveanu). Ρουμάνος συγγραφέας (Πάσκανι 1880 Βουκουρέστι 1961). Συνδεόμενος με το κίνημα που, γύρω από το περιοδικό 0 σπορέας, αναζητούσε την ανασύνδεση με τις εθνικές παραδόσεις εναντίον του διανοητικού κοσμοπολιτισμού που κυριαρχούσε τότε, ο… …   Dictionary of Greek

  • Τοσκανίνι, Αρτούρο — (Toscanini, Πάρμα 1867 – Νέα Υόρκη 1957). Ιταλός διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε βιολοντσέλο, έγινε μέλος της ορχήστρας του μελοδράματος του Pίο Nτε Tζανέιρο και το 1886 τον κάλεσαν ξαφνικά να διευθύνει στη θέση του επίσημου διευθυντή της… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • μαφιόζος — ο θηλ. α 1. ο συνδεόμενος με τη μαφία, που ανήκει στη μαφία. 2. δικτυωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”